οδοντοπάθεια

οδοντοπάθεια
η болезнь зубов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οδοντοπάθεια" в других словарях:

  • οδοντοπάθεια — η νόσος ή φθορά τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. καρδιο πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοπάθεια — η γενικά κάθε αρρώστια των δοντιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»